- σπεολογία
- η, Νγεωλογική επιστήμη που έχει ως αντικείμενο μελέτης τη γένεση, τη μορφή και το περιεχόμενο τών σπηλαίων, αλλ. σπηλαιολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέος «σπηλιά» + -λογία*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπεολογικός — ή, ό, Ν [σπεολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπεολογια και στον σπεολόγο, αλλ. σπηλαιολογικός … Dictionary of Greek